Αναλυτική ενημέρωση για την ΑΡΣΙΣ υπάρχει στο: http://www.arsis.gr/

Επικοινωνήστε με το γραφείο της ΑΡΣΙΣ στο:arsisathina@gmail.com, 2108259880
Επικοινωνήστε με την Εστία Προσφύγων στο:estiaprosfygon@gmail.com, 2109416210

Τραπεζικός Λογαριασμός για δωρεές - συνδρομές: ALPHA BANK 142 00 2002 00 8979
Τρέχοντας για τα παιδιά στο δρόμο: ALPHA BANK 142 00 2002 00 6623

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Εκδήλωση για τη νομική βοήθεια σε νέους

Η Δήμητρα Σουλελέ, δικηγόρος - στέλεχος του γραφείου ΑΡΣΙΣ Αθήνας, ήταν ομιλήτρια μεταξύ άλλων σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας με την Γ.Γ.Νέας Γενιάς στις 22.2.2010, εκπροσωπώντας το Δίκτυο Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων. Η ΑΡΣΙΣ πιστεύει ότι είναι απαραίτητη η θεσμική κατοχύρωση και διεύρυνσης της εφαρμογής του προγράμματος νομικής στήριξης ανηλίκων και νέων στα ποινικά, αστικά και διοικητικά δικαστήρια.

Το κείμενο της εισήγησης της Δ. Σουλελέ μπορείτε να το βρείτε παρακάτω:

Το Δίκτυο Συνεργασίας για την Υποστήριξη των Νέων (ΔΙΣΥΝ) είναι μια πρωτοβουλία δικτύωσης κρατικών φορέων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, βασισμένη σε συμφωνία συνεργασίας, με κύριο σκοπό την στήριξη παιδιών και νέων που βρίσκονται σε κίνδυνο.
Πρόκειται για ιδιαιτέρως ευάλωτες ομάδες, και πρέπει εξ’ αρχής να ληφθεί υπόψη, ότι οι δυνατότητες παροχής υπηρεσιών νομικής συμβουλευτικής και συνδρομής, οι αντίστοιχες δυνατότητες πρόσβασης των παιδιών και των νέων σε αυτές, αλλά πολύ περισσότερο η αποτελεσματικότητά των νομικών υπηρεσιών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ταυτόχρονη δυνατότητα για κάλυψη και άλλων βασικών αναγκών, όπως στέγαση, φιλοξενία, ιατρική και ψυχολογική στήριξη κλπ.
Η νομική συμβουλευτική παρέχεται καταρχήν σε ατομικό επίπεδο, καθώς και σε οικογενειακό πλαίσιο, αναλόγως της περιπτώσεως. Τα αιτήματα και οι ανάγκες για παροχή νομικής συμβουλευτικής μπορεί να αφορούν από απλή ενημέρωση, συνδρομή σε διάφορες διαδικαστικές ενέργειες, συναλλαγή με δημόσιες υπηρεσίες, έκδοση εγγράφων, τακτοποίηση καθεστώτος διαμονής, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, και γενικά κάθε εξωδικαστική ενέργεια. Περαιτέρω σημαντικές ανάγκες, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν λόγω περιορισμένων πόρων, προκύπτουν για δικαστικές ενέργειες στα πλαίσια εκουσίας δικαιοδοσίας, αλλά και για εκπροσώπηση ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Σε ότι αφορά δε υποθέσεις διοικητικής φύσης, η κατάσταση είναι δυσχερής, καθότι δεν υφίσταται σχετική νομική πρόβλεψη κάλυψης τους στα πλαίσια του θεσμού νομικής βοήθειας.
Σημειώνεται, όπως από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η ανάγκη για παροχή νομικής βοήθειας σε παιδιά και νέους, δεν αφορά μόνο σε ποινικές υποθέσεις και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παραβατικοί ανήλικοι, αλλά προκύπτουν σημαντικά και σοβαρά αιτήματα διαφορετικής φύσης, που κρίνεται απαραίτητο να καλυφθούν. Η ικανοποίηση των αιτημάτων αυτών, εν πρώτοις συνδέεται με μια ευρύτερη προσπάθεια ώστε οι ευάλωτες αυτές ομάδες να είναι σε θέση να ενημερώνονται επί των δικαιωμάτων τους, να περιοριστεί η θυματοποίησή τους, αλλά και να αντιμετωπιστούν προβλήματα που ενδεχόμενα θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε παραβατική συμπεριφορά.
Παρακάτω παρουσιάζονται τα βασικότερα αιτήματα που δεχόμαστε προς παροχή νομικής συμβουλευτικής και συνδρομής, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκύπτουν κατά την αντιμετώπισή τους.
Μια από τις βασικότερες ανάγκες είναι η τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, κυρίως η έκδοση ληξιαρχικής πράξης, και πιστοποιητικού, γεννήσεως. Στην τακτοποίηση της αστικής κατάστασης, στηρίζεται η έκδοση όλων των επόμενων πράξεων της διοίκησης (έκδοση ταυτότητας και διαβατηρίου), ενώ αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Γενικότερα διαπιστώνεται ότι το όλο ζήτημα συνδέεται με την δυνατότητα πραγμάτωσης κάθε θεσμοθετημένου δικαιώματος. Παράλληλα, η επίσημη βεβαίωση της γέννησης του παιδιού, λειτουργεί προληπτικά, και ως ένα βαθμό αποτρεπτικά, για εγκληματικά φαινόμενα εκμετάλλευσης των παιδιών, όπως η εμπορία, οι παράνομες υιοθεσίες κλπ
Τα σοβαρότερα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στις κοινότητες των Ρομά, σε μετανάστες ή πρόσφυγες. Σε πολλές περιπτώσεις οι γονείς, δηλώνουν ψευδή στοιχεία ταυτότητας κατά την γέννηση του παιδιού, οπότε απαιτείται διόρθωση της πράξης με δικαστική απόφαση. Εν προκειμένω, συναντώνται σοβαρές δυσκολίες ως προς την ταυτοποίηση της συγκεκριμένης ληξιαρχικής πράξης με τη γέννηση του δικού τους τέκνου.
Σε άλλες, λιγότερες περιπτώσεις, που το παιδί δεν έχει γεννηθεί σε νοσοκομείο, κλινική ή άλλο ίδρυμα, και επιπλέον οι γονείς δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής, η γέννησή του δεν μπορεί καν να δηλωθεί.
Ένα πολύ σοβαρό και έως σήμερα ανεπίλυτο ζήτημα, αφορά μεγάλο αριθμό παιδιών κυρίως αλβανικής καταγωγής, για τα οποία δεν δύναται να εκδοθεί πιστοποιητικό γεννήσεως λόγω ελλείψεως ονοματοδοσίας. Το θέμα συνδέεται με την άρνηση των αρμοδίων αρχών, ελληνικών και αλβανικών, να προβούν σε επικύρωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης που δεν φέρει το όνομα του παιδιού. Αρκετοί γονείς, προκειμένου να απεγκλωβιστούν από αυτήν την κατάσταση, παρόλο που δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, αναγκάζονται να βαπτίσουν τα παιδιά τους για να καταστεί δυνατή η δήλωση του ονόματος του παιδιού από τον ανάδοχο, ο οποίος επιλέγεται με βασικό κριτήριο να είναι Έλληνας ή νόμιμος αλλοδαπός, ή άλλως νόμιμα διαμένων συγγενής.
Σε αρκετές επίσης περιπτώσεις, για τα παιδιά γεννημένα εκτός γάμου, καθίσταται δυσχερής η αναγνώριση της πατρότητας. Είτε εξαιτίας πλήρους οικονομικής αδυναμίας προς κάλυψη των σχετικών δικαστικών ή συμβολαιογραφικών εξόδων, αναλόγως, είτε για παράδειγμα, στην συχνή περίπτωση, κατά την οποία ο ένας εκ των γονέων δεν διαθέτει νόμιμη διαμονή, οπότε αν και το επιθυμεί, δεν δύναται να παραστεί ενώπιον συμβολαιογράφου για την πράξη της αναγνώρισης.
Τα παραπάνω ζητήματα, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθότι για την εγγραφή στο σχολείο απαιτείται τουλάχιστον η προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως.
Ειδικότερα, σχετικά με το δικαίωμα στην εκπαίδευση, πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι προκύπτει σοβαρό ζήτημα σχετικά με τους ασυνόδευτους ανηλίκους αιτούντες άσυλο και αναγνωρισμένους πρόσφυγες, ιδιαίτερα εκείνους που βρίσκονται εκτός κάποιας δομής φιλοξενίας. Τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να διακόψουν το σχολείο, αφού λόγω υπολειτουργίας του θεσμού περί επιτροπείας, δεν υφίσταται νόμιμος κηδεμόνας και πρόσωπο υπεύθυνο για αυτά.
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το προστατευτικό πλαίσιο για τους ασυνόδευτους ανηλίκους εφαρμόζεται μόνο εφόσον υπαχθούν στην διαδικασία του ασύλου. Σε αντίθετη δε περίπτωση, δεν προβλέπεται πλαίσιο προστασίας.
Στις περιπτώσεις αυτές, η συνδρομή των παιδιών καθίσταται δυσχερής και όχι ιδιαίτερα αποτελεσματική, αφού πέραν των ίδιων, δεν υφίσταται κανένα επίσημο πλαίσιο αναφοράς με το οποίο θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε για την προστασία τους. Ο μεγαλύτερος αριθμός από αυτά, φτάνει στην χώρα μέσω οργανωμένων κυκλωμάτων μεταφορέων, και συχνά είναι υποχρεωμένα να εργαστούν προς ¨αποπληρωμή του ταξιδιού¨.
Πολλά παιδιά καταλήγουν στα κρατητήρια ανηλίκων αλλοδαπών, αφού συλλαμβάνονται λόγω ελλείψεως νομιμοποιητικών εγγράφων παραμονής. Κατά την συνήθη τακτική που ακολουθείται, τα παιδιά κρατούνται για ορισμένο διάστημα και κατόπιν απόφασης απελάσεως, αφήνονται μετά υπηρεσιακού σημειώματος, όπου διατάσσεται η υποχρεωτική αποχώρησή τους από τη χώρα εντός 30 ημερών, χωρίς να λαμβάνεται μέριμνα για την περαιτέρω πορεία τους. Σε ότι αφορά ειδικότερα τους ασυνόδευτους ανηλίκους αλβανικής καταγωγής, παρά την κυρωμένη διακρατική συμφωνία, στις πλείονες περιπτώσεις, απελαύνονται εντός διαστήματος 10 έως 15 ημερών συνήθως, χωρίς να εφαρμόζονται ουσιαστικά στην πράξη οι προβλεπόμενες προστατευτικές διατάξεις.

Σημειώνουμε, ως εκ της έως τώρα εμπειρίας μας έχει διαπιστωθεί, ότι η παραπάνω τακτική είναι άμεση απόρροια της ελλείψεως προστατευτικού πλαισίου και της ανυπαρξίας επαρκών και κατάλληλων δομών, στις οποίες θα μπορούσαν να παραπεμφθούν οι συγκεκριμένοι ανήλικοι μετά την κράτησή τους.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί η περιορισμένη έως μηδαμινή δυνατότητα πρόσβασης των παραπάνω παιδιών σε νομική ενημέρωση, καθώς και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερμηνείας. Συνήθως ως διερμηνέας χρησιμοποιείται κάποιος συγκρατούμενος, επίσης ανήλικος. Αλλά ακόμα και για εκείνα τα λίγα παιδιά που θα λάβουν νομική ενημέρωση, οι δυνατότητες είναι περιορισμένες, καθότι για να προσφύγουν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (αντιρρήσεις κατά της κράτησης, προσφυγή κατά της απέλασης) είναι αναγκαία η εξασφάλιση ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, που είναι αδύνατον να καλυφθεί. Για όσους δε, υπάγονται στην Σύμβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, και επιθυμούν να υποβάλουν αίτημα ασύλου, αυτό μπορεί να σημαίνει παράταση της κράτησής τους μέχρι την ολοκλήρωση της τυπικής διαδικασίας, ενώ παρά τις νομικές προβλέψεις, πρακτικά δεν υφίσταται η δυνατότητα άμεσης παραπομπής σε ξενώνα φιλοξενίας. Πανελλαδικά η συνολική δυναμικότητα των εξειδικευμένων Ξενώνων Φιλοξενίας είναι μικρότερη των εκατό θέσεων, ενώ οι ανάγκες είναι εκατονταπλάσιες. Για τα κορίτσια δε, δεν υφίσταται καμιά εξειδικευμένη δομή.
Περαιτέρω ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα σχετικά με την πραγμάτωση του δικαιώματος των ασυνόδευτων ανηλίκων προς νομική συμπαράσταση και εκπροσώπηση, καθώς και με τον τρόπο εφαρμογής των προβλεπόμενων περί επιτροπείας διατάξεων.
Κρίνεται απαραίτητο να αναφερθεί εδώ το θέμα της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, που αναγνωρίζεται σε όλους τους αιτούντες. Επειδή λόγω της διατύπωσης της οικείας διάταξης (άρθρο 11 ΠΔ 90/08), δημιουργήθηκαν πολλές δυσχέρειες στην πράξη, σημειώνεται ότι το ΣτΕ (Δ΄Τμήμα), έχει κάνει δεκτό αίτημα προς παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, όχι μόνο κατόπιν, αλλά και ενόψει ασκήσεως αίτησης ακυρώσεως. Όπως και να έχει ωστόσο, ειδικά σε ότι αφορά τα ασυνόδευτα παιδιά, έχουν ανάγκη από κατάλληλη στήριξη και καθοδήγηση προκειμένου να υποβάλουν το αίτημα προς νομική βοήθεια, και αυτό συνήθως συμβαίνει μόνο εάν έχουν την τύχη να βρίσκονται σε δομή φιλοξενίας ή εάν διαθέτουν δυνατότητα πρόσβασης σε κάποιο φορέα, ο οποίος όχι μόνο θα τα ενημερώσει αλλά και θα τα συνδράμει.
Τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά, βρίσκονται συνήθως σε συνθήκες δρόμου (και προκειμένου να καλύψουν τις απολύτως βασικές ανάγκες τους για τροφή και στέγη, καθώς και στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τρόπο διαφυγής σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα,) το πιθανότερο είναι να καταλήξουν θύματα εκμετάλλευσης, κυρίως εργασιακής και σεξουαλικής, ή ακόμη και να χρησιμοποιηθούν εκ των ενηλίκων που τα εκμεταλλεύονται για την διευκόλυνση τέλεσης αξιόποινων πράξεων.
Στην τελευταία δε περίπτωση, αντιμετωπίζονται ως ανήλικοι παραβάτες και παραβλέπεται η προηγούμενη θυματοποίησή τους. Συχνά βρίσκονται κατηγορούμενα, και περαιτέρω κρατούμενα, για παράνομη εκπόρνευση, παραβάσεις του νόμου κατά των ναρκωτικών, αλλά και πολύ συχνά, και για σοβαρές παραβάσεις του μεταναστευτικού νόμου (Ν.3386/05). Στην πράξη διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται πραγματικά η δυνατότητα άμα της συλλήψεώς τους να εξασφαλίζεται η κατάλληλη νομική τους ενημέρωση και συμπαράσταση καθ’ όλη την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, να καταδεικνύεται η θυματοποίησή τους και να αναδυκνύεται η ανάγκη προστασίας τους. Η αδυναμία άμεσης πρόσβασης σε υπηρεσίες νομικής βοήθειας, η έλλειψη μέριμνας για άμεσο διορισμό συνηγόρου των παιδιών, καθώς επίσης και η απουσία κατάλληλων υπηρεσιών διερμηνείας, όχι μόνο οδηγεί στην κατάφωρη παραβίαση των δικονομικών δικαιωμάτων των παιδιών αλλά στην πράξη καθιστά ανενεργές όλες τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των παιδιών θυμάτων.
Το παραπάνω, ίσως κατά ένα μέρος εξηγεί γιατί παρά τον σοβαρό αριθμό των ¨διακινούμενων¨ ανηλίκων στην χώρα μας, ο αριθμός των επίσημα αναγνωρισμένων θυμάτων εμπορίας και εκμετάλλευσης είναι σχεδόν μηδαμινός. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, ίσως θα μπορούσε να υποτεθεί, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά θύματα πιθανόν να εντοπίζονται, αλλά υφίσταται προβληματισμός ως προς το πώς αντιμετωπίζονται. Προς πληρέστερη εξέταση του φαινομένου, απαιτείται οργανωμένη και συστηματική έρευνα σε εθνικό (όχι μόνο κεντρικό) επίπεδο, ώστε τελικά να διαπιστωθεί και να αξιολογηθεί ο αριθμός των συλλήψεων, των καταγγελιών, των εισαγγελικών διατάξεων που εκδίδονται, αυτών που έπειτα ανακαλούνται, των υποθέσεων που τίθενται στο αρχείο κλπ.
Συνήθως, το φαινόμενο της παράνομης διακίνησης των παιδιών, εκλαμβάνεται σε άμεση σύνδεση με την σεξουαλική εκμετάλλευση, και παραβλέπεται η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας. Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα παιδιά που εργάζονται στο δρόμο, και είναι μικρότερης ηλικίας, υπάρχει τέτοια εξοικείωση με το φαινόμενο, που συχνά να θεωρείται ως απλή επαιτεία. Το φαινόμενο έχει πολλές όψεις και δεν είναι δυνατή η μονόπλευρη προσέγγισή του. Αξίζει εδώ να γίνει αναφορά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία παιδιών, που εργάζονται στο δρόμο, και έχει διαπιστωθεί ότι εν προκειμένω το ρόλο του εκμεταλλευτή έχει η ίδια η οικογένεια. Πρόκειται για παιδιά που ανήκουν σε φυλές ρομά και προέρχονται κυρίως από την Αλβανία. Εν προκειμένω είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθούν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της παράνομης διακίνησης, δηλαδή ότι μια οικογένεια μεταναστεύει με σκοπό την εκμετάλλευση των παιδιών. Οι περιπτώσεις αυτές όταν αντιμετωπίζονται ποινικά συνήθως κρίνονται βάσει των διατάξεων περί παραμέλησης αποτροπής από επαιτεία και παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων. Λόγω δε χαμηλών ορίων επαπειλούμενης ποινής αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων περί υποτροπής. Σε περίπτωση δε μετατροπής της ποινής, το ποσό που πρέπει να καταβληθεί συνήθως αντιστοιχεί σε μερικές μέρες εντατικής δουλειάς του παιδιού. Αυτό, όπως έχουμε διαπιστώσει δημιουργεί αίσθηση ατιμωρησίας στους γονείς και συνέχιση εκμετάλλευσης των παιδιών. Εύκολα θα μπορούσε να υποδειχθεί η λύση περί κίνησης διαδικασιών αφαίρεσης επιμέλειας και εισαγωγής σε ίδρυμα παιδικής προστασίας, ωστόσο σημειώνεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πληρότητα των σχετικών δομών για παραπομπή των παιδιών∙ περαιτέρω δε, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο χωρισμού και οριστικής απομάκρυνσης αδερφιών. Το θέμα είναι ακανθώδες και δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί πλήρως εδώ.

Γενικά ωστόσο, μια και αναφέρθηκε, η ρύθμιση της επιμέλειας, το δικαίωμα του γονιού να επικοινωνεί με το παιδί του, αλλά και το αντίστοιχο δικαίωμα του παιδιού να επικοινωνεί με τον γονιό του, η διατήρηση ενότητας της οικογένειας, είναι μερικά από τα ζητήματα, για τα οποία συχνά ζητείται νομική συνδρομή. Τα σχετικά θέματα αντιμετωπίζονται στα πλαίσια του οικογενειακού δικαίου (εκουσία δικαιοδοσία). Συνήθως, όταν γίνεται λόγος για παροχή νομικής βοήθειας προς ανηλίκους, αυτόματα εκλαμβάνουμε την στήριξη αυτή ως εκπροσώπηση σε ποινικές υποθέσεις, και ιδιαίτερα ενώπιον δικαστηρίου ανηλίκων. Νομικά καλύπτεται εκ του 3226/04 η νομική βοήθεια και για υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και άλλες που έχουν άμεσα να κάνουν με την προσωπική κατάσταση του παιδιού. Εδώ πλέον τίθεται το ζήτημα πως ο ίδιος ο ανήλικος – ιδιαίτερα αυτός που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του – θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε νομική συμβουλευτική και δωρεάν νομική βοήθεια για τα παραπάνω ζητήματα. Το θέμα συνδέεται με την νομική αντιμετώπιση και άλλων ζητημάτων (δικαιοπρακτική ικανότητα, ικανότητα παράστασης κλπ) και δεν δύναται να αναλυθεί εδώ. Ωστόσο τίθεται προς περαιτέρω προβληματισμό.
Ιδιαιτέρως εδώ θα έπρεπε να αναφερθεί, λόγω κυρίως των πολλών αιτημάτων για νομική στήριξη, η περίπτωση των εξαρτημένων μητέρων, που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς, τις φάσεις θεραπείας απεξάρτησης, και επιθυμούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα επικοινωνίας και περαιτέρω την επιμέλεια των παιδιών τους. Ωστόσο, η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών νομικής συμβουλευτικής είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ενώ η πρόσβαση σε δικαστικές ενέργειες ακόμη δυσκολότερη λόγω αδυναμίας κάλυψης των σχετικών εξόδων.

Ένα άλλο επίσης σοβαρό ζήτημα που αντιμετωπίζεται, αφορά στους ανηλίκους, και κυρίως στους νεαρούς ενηλίκους, οι οποίοι επίσης έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τη θεραπεία απεξάρτησης. Οι περισσότεροι έχουν νομικές εκκρεμότητες, εξαιτίας παραβάσεως της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και πιθανώς και άλλων αξιόποινων πράξεων που τελέστηκαν κατά την περίοδο της εξάρτησής τους, και αντιμετωπίζουν, ευρισκόμενοι πλέον σε φάση επανένταξης, το ενδεχόμενο επιβολής και έκτισης ποινής.
Από όλα τα παραπάνω εκτεθέντα, προκύπτει ότι εντοπίζονται σοβαρά προβλήματα και σε ότι αφορά την ενίσχυση των φορέων του Δικτύου προς παροχή επαρκών υπηρεσιών νομικής συμβουλευτικής, αλλά και σε ότι αφορά τις πολλές ανάγκες για την κάλυψη δικαστικών ενεργειών.

Μέσω του νομικά κατοχυρωμένου θεσμού της νομικής βοήθειας (Ν.3226/04), επιδιώκεται η κάλυψη ορισμένων εξ’ αυτών, ωστόσο είναι σαφές ότι οι προϋποθέσεις είναι αυστηρές (δικαιολογητικά προς απόδειξη απορίας), οι καλυπτόμενες υποθέσεις περιορισμένες, και τα προβλεπόμενα κονδύλια δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τα αιτήματα. Παράλληλα, δεν προβλέπεται ρητώς η συνεχής, αλλά αποσπασματική παροχή νομικής βοήθειας σε κάθε στάδιο, και συχνά παρατηρείται εκπροσώπηση κάθε φορά από διαφορετικό συνήγορο στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας. Συνήθως ο αιτών είτε δεν γνωρίζει το δικαίωμά του να αιτηθεί τον διορισμό του ίδιου συνηγόρου είτε άλλοτε, δεν υφίσταται η δυνατότητα διορισμού του (άρθρο 3 παρ.2 Ν.3226). Η εκπροσώπηση από τον ίδιο συνήγορο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας έχει ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, και πολύ περισσότερο σε ποινικές υποθέσεις, λόγω κυρίως της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης του ανηλίκου και νεαρού ενηλίκου, με τον συνήγορό του.
Σημαντικό είναι, με αφορμή τα προγράμματα και τις πρωτοβουλίες συνεργασίας που έχουν αναληφθεί στον τομέα αυτό (Πρόγραμμα Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς), να προωθηθεί και ανάλογη νομική θεσμοθέτησή ώστε να υπάρξει κάλυψη σε εθνικό επίπεδο, παράλληλα να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο προκειμένου να καλύπτονται όλες οι υποθέσεις, και διοικητικές, με παράλληλο εξορθολογισμό της όλης διαδικασίας, αλλά και ανάλογη σταθερή πρόβλεψη θεσμοθετημένων πόρων.

Επισημαίνεται, με αφορμή τις παρούσες οικονομικές αδυναμίες για κάλυψη νεαρών κρατουμένων μέσω του θεσμού νομικής βοήθειας, ότι αναγκαστικά οδηγούν σε αυτεπαγγέλτως διορισμό συνηγόρου (στα κακουργήματα). Είναι γνωστόν πως φαλκιδεύεται το δικαίωμα υπεράσπισης στις περιπτώσεις αυτές, ιδίως λόγω της αδυναμίας προετοιμασίας του συνηγόρου. Ο χρόνος που δίδεται συνήθως δεν ξεπερνά την μια ώρα, σε άλλες περιπτώσεις τα λίγα λεπτά. Για την αντιμετώπιση του θέματος αυτού, πρώτον θα πρέπει, οι κρατούμενοι να ενημερώνονται και να επικουρούνται ώστε, να ενεργοποιηθεί η διάταξη που προβλέπει την δυνατότητα διορισμού τουλάχιστον τρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠΔ), και αν ακόμα και αυτό σε κάποιες περιπτώσεις δεν καταστεί εφικτό, να αναγνωριστεί ρητά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος - εκ του διορισθέντος επί της έδρας συνηγόρου - προς διακοπή της δίκης, τουλάχιστον επί τριημέρου (αναλογικά πάλι), με επίκληση υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, άρθρο 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπου προβλέπεται το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου, όπως διαθέτει επαρκή χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του και για την επικοινωνία με τον δικηγόρο της επιλογής του).

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, καθώς και την υπερέχουσα σημασία του δικαιώματος υπεράσπισης έναντι ενός διαδικαστικού κωλύματος, ουσιαστική θα ήταν η παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου, ειδικά ως προς το εάν θεωρείται δυνατός,( όπως προβλέπεται και στον ν.3226/04), κατ’ εξαίρεση και ενόψει της σοβαρότητας συγκεκριμένης υπόθεσης (ad hoc), ο διορισμός συνηγόρου που την έχει χειριστεί σε προηγούμενο στάδιο στα πλαίσια του θεσμού, αν και τυχαίνει να μην είναι εγγεγραμμένος στην οικεία κατάσταση του δικαστηρίου (ή και στον πίνακα). Αντιλαμβανόμαστε, την λεπτότητα του ζητήματος και την ανάγκη για εξασφάλιση διαφάνειας κατά τον διορισμό, θεωρούμε όμως ότι υπερισχύει το δικαίωμα υπεράσπισης και το συμφέρον του κατηγορούμενου. Ίσως με την τήρηση εγγυήσεων και αυστηρών ασφαλιστικών δικλείδων, κρίνοντας ad hoc το επείγον και την σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης, πιθανόν θα μπορούσε το παραπάνω ζήτημα να επιλυθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.