Η λιτότητα που επιβάλλεται στους λαούς της Ευρώπης δείχνει το πιο απάνθρωπο πρόσωπό της στα παιδιά, όπως προκύπτει από έρευνα της Unicef.
Στην έκθεση, που αποκαλύπτει την έκταση της παιδικής φτώχειας στις προηγμένες οικονομίες του κόσμου, επισημαίνεται ότι περίπου 13 εκατομμύρια παιδιά στην ΕΕ (συμπεριλαμβανομένης της Νορβηγίας και της Ισλανδίας) στερούνται βασικά αγαθά απαραίτητα για την ανάπτυξή τους.
Εντυπωσιακή, δε, είναι η σύγκριση μεταξύ ισοδύναμων οικονομικά χωρών: η Δανία και η Σουηδία παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά παιδικής αποστέρησης από ό,τι το Βέλγιο ή η Γερμανία, γεγονός που καταδεικνύει ότι η κυβερνητική πολιτική μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις ζωές των παιδιών.
«Η έκθεση καθιστά σαφές ότι ορισμένες κυβερνήσεις τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στην αντιμετώπιση της παιδικής αποστέρησης από άλλες», δήλωσε ο διευθυντής του γραφείου ερευνών της Unicef, Γκόρντον Αλεξάντερ.
«Αυτές με τις καλύτερες επιδόσεις δείχνουν ότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση της φτώχειας στις παρούσες οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία να προστατευθούν τα παιδιά από τη σημερινή οικονομική κρίση είναι από τα λάθη που μια κοινωνία μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά» τόνισε.
Στοιχεία που σοκάρουν
Σύμφωνα με την έκθεση, 30 εκατομμύρια παιδιά – σε ένα σύνολο 35 χωρών με αναπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως – ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Η έκθεση εξετάζει την παιδική φτώχεια και τις στερήσεις των παιδιών με δύο διαφορετικούς τρόπους: ο πρώτος τρόπος είναι ο Δείκτης Παιδικής Αποστέρησης, που λαμβάνεται από δεδομένα των Στατιστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης από 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκθεση ορίζει ένα παιδί ως «αποστερημένο» όταν του λείπουν δύο ή περισσότερα αγαθά από ένα κατάλογο 14 βασικών πραγμάτων, όπως τρία γεύματα την ημέρα, ένα ήσυχο μέρος για τη σχολική του εργασία, εκπαιδευτικά βιβλία στο σπίτι ή μια σύνδεση στο Internet.
Τα υψηλότερα ποσοστά αποστέρησης παρουσιάζονται σε χώρες όπως Ρουμανία, Βουλγαρία και Πορτογαλία (με ποσοστά άνω του 70%, 50% και 27% αντίστοιχα) αν και μερικές πλουσιότερες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν ποσοστά αποστέρησης άνω του 10%. Οι σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τη χαμηλότερη παιδική αποστέρηση, όλες με ποσοστά κάτω του 3%.
Πιο συγκεκριμένα, στις τρεις καλύτερες θέσεις της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με αυτό τον τρόπο μέτρησης βρίσκονται, η Ισλανδία (0,9%), η Σουηδία (1,3%) και η Νορβηγία (1,9%) ενώ στις χαμηλότερες, η Ρουμανία (72,6%), Βουλγαρία (56,6%) και Ουγγαρία (31,9%).
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση με 17,2%, αμέσως μετά την Ιταλία (13,3%) και πριν από τη Σλοβακία (19,2%).
Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό παιδικής αποστέρησης είναι ακόμη μεγαλύτερο σε μονογονεϊκές οικογένειες από 17,2% αυξάνει σε 24,3%, στις οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων σε 50,8% και σε οικογένειες μεταναστών σε 42,2%.
Ο δεύτερος τρόπος διερεύνησης της έκθεσης ασχολείται με τη σχετική φτώχεια, εξετάζοντας το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το εθνικό τους «όριο φτώχειας» – που ορίζεται ως το 50% του μέσου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος.
Με αυτόν τον τρόπο η έκθεση της Unicef προσπαθεί να εκτιμήσει ποιο είναι το ποσοστό των παιδιών που υστερούν σημαντικά σε σχέση με αυτό που είναι φυσιολογικό για τις κοινωνίες τους.
«Αυτές με τις καλύτερες επιδόσεις δείχνουν ότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση της φτώχειας στις παρούσες οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία να προστατευθούν τα παιδιά από τη σημερινή οικονομική κρίση είναι από τα λάθη που μια κοινωνία μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά» τόνισε.
Στοιχεία που σοκάρουν
Σύμφωνα με την έκθεση, 30 εκατομμύρια παιδιά – σε ένα σύνολο 35 χωρών με αναπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως – ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Η έκθεση εξετάζει την παιδική φτώχεια και τις στερήσεις των παιδιών με δύο διαφορετικούς τρόπους: ο πρώτος τρόπος είναι ο Δείκτης Παιδικής Αποστέρησης, που λαμβάνεται από δεδομένα των Στατιστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης από 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκθεση ορίζει ένα παιδί ως «αποστερημένο» όταν του λείπουν δύο ή περισσότερα αγαθά από ένα κατάλογο 14 βασικών πραγμάτων, όπως τρία γεύματα την ημέρα, ένα ήσυχο μέρος για τη σχολική του εργασία, εκπαιδευτικά βιβλία στο σπίτι ή μια σύνδεση στο Internet.
Τα υψηλότερα ποσοστά αποστέρησης παρουσιάζονται σε χώρες όπως Ρουμανία, Βουλγαρία και Πορτογαλία (με ποσοστά άνω του 70%, 50% και 27% αντίστοιχα) αν και μερικές πλουσιότερες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν ποσοστά αποστέρησης άνω του 10%. Οι σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τη χαμηλότερη παιδική αποστέρηση, όλες με ποσοστά κάτω του 3%.
Πιο συγκεκριμένα, στις τρεις καλύτερες θέσεις της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με αυτό τον τρόπο μέτρησης βρίσκονται, η Ισλανδία (0,9%), η Σουηδία (1,3%) και η Νορβηγία (1,9%) ενώ στις χαμηλότερες, η Ρουμανία (72,6%), Βουλγαρία (56,6%) και Ουγγαρία (31,9%).
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση με 17,2%, αμέσως μετά την Ιταλία (13,3%) και πριν από τη Σλοβακία (19,2%).
Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό παιδικής αποστέρησης είναι ακόμη μεγαλύτερο σε μονογονεϊκές οικογένειες από 17,2% αυξάνει σε 24,3%, στις οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων σε 50,8% και σε οικογένειες μεταναστών σε 42,2%.
Ο δεύτερος τρόπος διερεύνησης της έκθεσης ασχολείται με τη σχετική φτώχεια, εξετάζοντας το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το εθνικό τους «όριο φτώχειας» – που ορίζεται ως το 50% του μέσου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος.
Με αυτόν τον τρόπο η έκθεση της Unicef προσπαθεί να εκτιμήσει ποιο είναι το ποσοστό των παιδιών που υστερούν σημαντικά σε σχέση με αυτό που είναι φυσιολογικό για τις κοινωνίες τους.
Οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά σχετικής παιδικής φτώχειας, με περίπου 7%. Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ποσοστά μεταξύ 10% και 15%, ενώ πάνω από το 20% των παιδιών στη Ρουμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες ζουν σε σχετική φτώχεια.
Ειδικότερα, στις τρεις καλύτερες θέσεις της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με αυτό τον τρόπο μέτρησης βρίσκονται, η Ισλανδία (4,7%), η Φινλανδία (5,3%) και η Κύπρος (6,1%) ενώ τις χαμηλότερες καταλαμβάνουν, η Ρουμανία (25,5%), οι ΗΠΑ (23,1%) και η Λετονία (18,8%).
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 30ή θέση (σε σύνολο 35 χωρών) με 16% και πάλι αμέσως μετά την Ιταλία (15,9%) και πριν από την Ισπανία (17,1%).
Επιπλέον, στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για τις οικογένειες (επιδόματα - φοροαπαλλαγές - υπηρεσίες) ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στην προτελευταία θέση της κατάταξης (περίπου 1,1%) μετά τη Μάλτα (1%). Συγκριτικά, η Γαλλία είναι η πρώτη σε αντίστοιχες δαπάνες με 3,7%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.