"Μεσημέρι, περίπου 2.00 η ώρα. Ο ήλιος καίει, η ζέστη είναι αφόρητη και ο Νικόλας με την Μαρία είναι εκεί, στην ίδια γωνία, στο ίδιο φανάρι… Κακοντυμένα, με βρόμικα ρούχα, αχτένιστα, με την κούραση να διαγράφεται στο πρόσωπό τους απλώνουν το χέρι για ένα ευρώ… ένα ευρώ που για εκείνα είναι ένα παράθυρο στο φαγητό, στην καταπολέμηση της πείνας που τους τρυπάει το στομάχι…
Τα φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους της Μαγνησίας έχουν μετατρέψει πολλά από τα σημεία των δρόμων σε μια ιδιόμορφη αγορά. Όσο διαρκεί το κόκκινο, αρκετά νεαρά κυρίως άτομα προσφέρουν στους οδηγούς των σταματημένων αυτοκινήτων διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. Άλλοι σου καθαρίζουν το μπροστινό τζάμι, άλλοι πουλάνε λουλούδια μόλις για μερικά ευρώ… για ό,τι έχει ο καθένας ευχαρίστηση!
Τους βλέπω εν ώρα εργασίας σε μεγάλο αναβρασμό. Δύο μικρά παιδιά, κρατώντας «τα σύνεργα της δουλειάς» στα χέρια, κάνουν βόλτες ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα, ζητώντας να καθαρίσουν το μπροστινό τζάμι των οδηγών… Άλλοι προτάσσουν το χέρι από το παράθυρο, δίνοντας από κανένα ευρώ, οι περισσότεροι μόλις τους δούνε απλά το κλείνουν!
Ο 12χρονος Νικόλας και η 11χρονη Μαρία είναι κάθε μέρα στα φανάρια, αυτή είναι η δουλειά τους άλλωστε. Εκεί, στη συμβολή των οδών Αθηνών – Λαρίσης, προσπαθούν απλά να ζήσουν… Ο Νικόλας και η Μαρία είναι μόλις δυο από τα χιλιάδες παιδιά σε όλη την Ελλάδα που δεν περνούν τις μέρες τους πηγαίνοντας σχολείο και παίζοντας, δεν βλέπουν τηλεόραση στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού τους, δεν έχουν κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν το χάδι των γονιών τους. Παιδιά ενός κατώτερου Θεού; Όχι, παιδιά που η μοίρα τους έπαιξε ένα πολύ σκληρό παιχνίδι…
Τα δύο μικρά παιδάκια είναι αδέρφια. Μόλις πριν ένα χρόνο έφτασαν στο Βόλο από την Βουλγαρία ολομόναχα. «Ένα χρόνο έχουμε εδώ», λέει ο Νικόλας, ενώ όταν τον ρώτησα για τους γονείς του «πού είναι; Γιατί σε βγάλανε στο δρόμο;», δάκρυσε και απάντησε «νεκροί. Δεν ξέρω άλλη λέξη ελληνική να το πω». Οι γονείς τους έχουν φύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω δύο αβοήθητα μικρά πλασματάκια.
Ως προστάτης πια της οικογένειας, της μοναδικής αδελφής του δηλαδή, της 11χρονης Μαρίας, ο Νικόλας αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του πριν ένα χρόνο. Στη Βουλγαρία δεν είχε δουλειά, δεν μπορούσε να βρει. «Δεν είχαμε δουλειά εκεί, δεν είχαμε λεφτά. Και αν δεν έχει λεφτά, δεν έχει και φαγητό, κυρία. Οπότε και εμείς δεν είχαμε να φάμε, ζητιανεύαμε», εξομολογείται ο Νικόλας.
Απεγνωσμένος, χωρίς να ξέρει πώς θα ζήσει τον εαυτό του και την αδερφή του, πήρε την μεγάλη απόφαση να έρθει στην Ελλάδα. «Στη Βουλγαρία έχει πολύ φτώχια, δεν θα βρίσκαμε δουλειά να κάνουμε, θα πεθαίναμε στο δρόμο. Έπρεπε να φύγουμε» λέει ο Νικόλας, ενώ κάθε φορά που διηγείται την ιστορία του κοιτάει στα μάτια την αδερφή του… σα να ζητάει τη συγκατάθεση της για όλα όσα λέει.
«Μαζέψαμε λεφτά, βγήκα λίγο, ζητιάνεψα στη Βουλγαρία και μετά από λίγο καιρό τα λεφτά έφταναν για εισιτήρια να φύγουμε. Το πού θα πάμε δεν το ξέραμ,ε απλά ξέραμε ότι αν θέλαμε να ζήσουμε, έπρεπε να φύγουμε», θυμάται ο Νικόλας. Πήρανε το τρένο για την Ελλάδα και χωρίς να ξέρουν πού πάνε και τι θα κάνουν ο δρόμος τους έβγαλε στο Βόλο.
Εδώ και ένα χρόνο μένουν σε ένα παράπηγμα που έχουν στήσει κοντά… στη δουλειά τους! Εκεί χειμώνα - καλοκαίρι μένουν απροστάτευτα χωρίς στέγη πάνω από το κεφάλι τους να τους προστατέψει από τα καιρικά φαινόμενα…
Μπάνιο δεν κάνουν, έτσι λέει η Μαρία, αφού «δεν έχουμε σπίτι, πώς να κάνουμε μπάνιο; Ε, άμα πάμε όμως σε καμία καφετέρια μέσα, πάμε στην τουαλέτα και ρίχνουμε λίγο νεράκι πάνω μας. Εντάξει είναι όμως τώρα, το έχω συνηθίσει να μην πλένομαι».
Και το φαγητό; Αναρωτιέμαι. «Το φαγητό το βολεύουμε με διάφορους τρόπους. Εντάξει, άλλες φορές με τα λεφτά που βγάζουμε παίρνουμε να φάμε, άλλες φορές πάλι μας δίνουνε όταν περνάμε από μαγαζιά και άλλες φορές βρίσκουμε μόνοι μας ακόμα και στα σκουπίδια», λέει ο Νικόλας και συμπληρώνει πως «εσείς που έχετε λεφτά και σπίτι τα πετάτε τα φαγητά δεν σας νοιάζει. Δεν πειράζει όμως, αυτό είναι καλό για να τρώμε έτσι και εμείς από αυτά που αφήνετε, αλλιώς δεν θα είχε φαγητό στα σκουπίδια και μπορεί να μέναμε νηστικοί καμία μέρα». Ο Νικόλας χωρίς να αντιλαμβάνεται μάς έδωσε τη δική του εικόνα για το φαγητό και την εξασφάλισή του.
Με ωράριο η εργασία!
Το Νικόλα και τη Μαρία θα τους βρείτε σε καθημερινή βάση στο φανάρι να σας καθαρίζουν το μπροστινό σας τζάμι. Μπορεί η επιχείρηση να είναι κοινή, όμως ο καθένας κουβαλάει από ένα μπουκαλάκι με νερό και ένα βουρτσάκι, ώστε σε κάθε φανάρι να προλαβαίνουν να καθαρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα τζάμια.
Η δουλειά είναι με ωράριο… από τις 8.00 το πρωί μέχρι και τις 2.00 μετά το μεσημέρι στημένοι περιμένουν να τους δώσουμε τον οβολό τους. Το μεροκάματο δεν ξεπερνάει τα 10με 15 ευρώ, στην καλύτερη περίπτωση, όπως μας επισημαίνει ο Νικόλας.
Βέβαια εδώ προκύπτει ένα βασικό ερώτημα, αν πρέπει κανείς να βοηθάει τα μικρά αυτά παιδιά, δίδοντας ένα μικροποσόν, ή όχι. Από τη μία η αρνητική απάντηση μπορεί να υποστηρίξει την άποψη πως η επαιτεία ως κοινωνικό φαινόμενο πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτεία και όχι ατομικά, από τον κάθε πολίτη δηλαδή ξεχωριστά. Αυτό σημαίνει πως σε ένα συγκροτημένο κοινωνικό σύνολο όταν εμφανίζονται φαινόμενα επαιτείας, γεγονός που σημαίνει ότι η ίδια η κοινωνία επιτρέπει την εμφάνισή τους, τότε αυτό το φαινόμενο επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί συνολικά και όχι με την απλή εξέταση και εξαφάνιση των αιτιών και των μηχανισμών που την προκαλούν.
Από την άλλη πλευρά η θετική απάντηση, ότι δηλαδή ο κάθε πολίτης θα έπρεπε να δίνει λίγα χρήματα στα παιδιά, καταδεικνύει ότι η επαιτεία είναι ένα φαινόμενο που ποτέ δεν θα μπορέσει να αφανιστεί. Άλλωστε είναι φυσικό σε κάθε κοινωνία να υπάρχουν καταστάσεις που οδηγούν παιδιά και οικογένειες ολόκληρες στην επαιτεία, ενώ φυσικό είναι και το αίσθημα συμπόνιας που νιώθει ο καθένας μας στην θέα ενός αβοήθητου ανθρώπου, πόσο μάλλον ενός παιδιού… Εντέλει όμως ο κάθε ένας από εμάς είναι αυτός που θα αποφασίσει αν θα δώσει ή αν θα αρνηθεί τη μικρή του βοήθεια.
Υπάρχει λύση;
Ο Νικόλας και η Μαρία θέλουν πολύ να πάνε στο σχολείο, αλλά δεν μπορούν… τα πρωινά είναι αφιερωμένα στη δουλειά τους. Λύση υπάρχει, αλήθεια, για αυτά τα παιδιά; αναρωτήθηκα όταν πια τα έβλεπα να απομακρύνονται και να κατευθύνονται στη γωνία, στο φανάρι τους, να συνεχίσουν τη δουλειά τους.
Λύση μάλλον υπάρχει, ωστόσο απαραίτητη είναι η κινητοποίηση των αρμόδιων φορέων, των κοινωνικών υπηρεσιών… Όχι μόνο για το Νικόλα και την Μαρία, για όλα αυτά τα παιδάκια που παλεύουν να συνεχίσουν τη ζωή τους…
Αξίζει πάντως εδώ να αναφερθεί πως σύμφωνα με τελευταία μελέτη της ΑΛΚΟ που έγινε για λογαριασμό της UNICEF, τα παιδιά των φαναριών υπολογίζεται ότι φθάνουν τις 5.800. Η ηλικιακή τους ομάδα κυμαίνεται από 2-15 ετών, είναι ελληνόπουλα και μετανάστες.
(ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ TAXYDROMO.GR-23 MAIOY 2010 -portal της Θεσσαλίας)
Η έρευνα της Alco που αναφέρεται στο δημοσίευμα είναι αρκετά παλιά, του 2000, τον καιρό που υπήρχε τεράστιος αριθμός παιδιών από την Αλβανία στα φανάρια. Από τότε έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα. Βέβαια, το πρόβλημα της παιδικής εργασίας υπάρχει ακόμα, και μάλιστα με νέα παιδιά από Βουλγαρία - Ρουμανία, μετά την ένταξή τους στην Ε.Ε., όπως αυτά τα δύο παιδιά που αναφέρονται στο άρθρο. Η ΑΡΣΙΣ αυτό τον καιρό προσπαθεί να ξεκινήσει νέο πρόγραμμα για την καταπολέμηση της διακίνησης παιδιών για παιδική εργασία από την Βουλγαρία, σε συνεργασία με μια Βουλγαρική ΜΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφή